- φαβοριτισμός
- ο, Νευνοιοκρατία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. favoritisme < γαλλ. favorite «αγαπητός, ευνοούμενος» (< ιταλ. favorito < ρ. favorire < λατ. favor «εύνοια», βλ. και λ. φαβορί) + κατάλ. -isme].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαβοριτισμός — ο (λ. γαλλ.), ευνοιοκρατία, χαριστικότητα, εύνοια, προτίμηση: Στις δικτατορίες επικρατεί φαβοριτισμός στη χορήγηση δανείων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)